- φυσιολογῶ
- φυσιολογέωdiscourse on naturepres subj act 1st sg (attic epic doric)φυσιολογέωdiscourse on naturepres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φυσιολογώ — έω, Α [φυσιολόγος] 1. διερευνώ τα φυσικά φαινόμενα και τα αίτιά τους 2. διατυπώνω ερμηνευτικές παρατηρήσεις με βάση τις φυσικές αρχές … Dictionary of Greek
φυσιολόγῳ — φυσιόλογος one who inquires into natural causes and phenomena masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
φυσιολόγημα — ήματος, τὸ, Α [φυσιολογῶ] διερεύνηση τής φύσης … Dictionary of Greek